Η σημαντικότητα της σχέσης στην εποπτεία

Οι Orlinsky  και Ronnestad (2009) σε μια μεγάλη εμπειρική έρευνα σε περίπου 5000 ψυχοθεραπευτές από διάφορες χώρες, προσεγγίσεις και επίπεδα εμπειρίας, προσπάθησαν να διερευνήσουν το πώς εξελίσσονται οι θεραπευτές. Ανάμεσα σε πολλά άλλα ενδιαφέροντα πορίσματα,  τεκμηριώνουν  επίσης ότι η εποπτεία είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην επαγγελματική ανάπτυξη του ψυχοθεραπευτή.

Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Context (116, August 2011)  είναι αφιερωμένο στο θέμα της εποπτείας. Ο B. Mason (2011) στο άρθρο του θίγει ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο: κατά πόσο η κυριαρχία της συνεργατικής προσέγγισης στην εποπτεία - παρότι ενδεδειγμένη - μπορεί να έχει και αρνητικές επιπτώσεις στην εποπτεία κυρίως νέων θεραπευτών /-τριών  που βρίσκονται σε εκπαίδευση. Η συνεργατική προσέγγιση προσπαθώντας να καταξιώσει και να φέρει στο προσκήνιο τη φωνή των εποπτευόμενων μέσα σε μια σχέση εξ ορισμού ιεραρχική,  πολλές φορές κινδυνεύει να φτάσει στο άλλο άκρο και να περιθωριοποιήσει την φωνή των εποπτών. Ο Mason αντιπροτείνει στο συνεργατικό παράδειγμα την υιοθέτηση μιας «κουλτούρας της συμβολής» (“culture of contribution”) όπου επόπτης και εποπτευόμενος μπορούν να συμβάλλουν στην εποπτική διαδικασία από διαφοροποιημένες θέσεις και με διαφορετική ευθύνη. Γίνεται δε πιο συγκεκριμένος, και προτείνει ένα μοντέλο 6  επιπέδων ανατροφοδότησης που οφείλει ο επόπτης να συνεισφέρει στη εποπτική διαδικασία. Τα 3 πρώτα επίπεδα είναι περισσότερο από τη θέση του «μη γνωρίζοντος»  ("not knowing position”),  ενώ τα 3 επόμενα περισσότερο από μια θέση ειδικού που έχει άποψη και συστάσεις προς τον εποπτευόμενο.

O G. Smith (2011) στο δικό του άρθρο πάει λίγο παρακάτω το συλλογισμό του Mason. Ξεκινώντας με τον τίτλο του άρθρου του «Κόψε τις βλακείες…» (“Cut the crap…”) ο Smith  αναρωτιέται κατά πόσο ένας επόπτης μπορεί και πρέπει να διακινδυνεύσει ένα τέτοιο σχόλιο προς έναν εποπτευόμενό του. Η απάντηση που δίνει μεταξύ άλλων είναι ότι τόσο η εποπτεία όσο και η θεραπεία δεν είναι μια αλληλεπίδραση που καθορίζεται από τους κανόνες κοινωνικής ευγένειας και πολιτικής ορθότητας όσο από την αυθεντικότητα και την ισχυρή θεραπευτική ή εποπτική σχέση αντίστοιχα. Ακόμα σημαντικότερο, τονίζει ότι είναι, το κατά πόσο η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται εκατέρωθεν από ανοικτότητα τέτοια ώστε ο εποπτευόμενος να έχει την ασφάλεια να σχολιάσει (ακόμα και αρνητικά) τις παρεμβάσεις του επόπτη του.

Οι Orlinsky  και Ronnestad (2009) σε μια σύντομη ανασκόπηση μελετών που αφορούν τις δυσκολίες στη σχέση εποπτών – εποπτευόμενων επισημαίνουν ότι οι έρευνες δείχνουν ότι η  ανοικτότητα αμφοτέρων σε αυτή τη σχέση κάθε άλλο παρά δεδομένη πρέπει να θεωρείται. Μεταξύ των βασικών λόγων που υπάρχουν συχνά δυσκολίες στην εποπτική σχέση ειδικά σε εκπαιδευτικά πλαίσια, επισημαίνουν οι ίδιοι συγγραφείς, είναι ότι  στην εποπτική σχέση  είναι εγγενές και το στοιχείο της αξιολόγησης του εποπτευόμενου/ εκπαιδευόμενου.

Η μερική απάντηση της H. Anderson σε μια σχετική συζήτηση που έγινε στις 2/9/11 στο Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρωπίνων Σχέσεων για το θέμα της αξιολόγησης των εποπτευόμενων στα εκπαιδευτικά κέντρα ήταν ότι μέσα από ανοικτό διάλογο μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων, επιδιώκει να πετύχει την μέγιστη δυνατή συναίνεση σχετικά με το τι και πώς αξιολογείται σε όλη την εκπαιδευτική διεργασία.

Από την άλλη μεριά, ο J. Wilson (2011), στο δικό του άρθρο στο Context, δίνει μια διαφορετική απάντηση. Χωρίς να απαξιώνει τη αναγκαιότητα και συμβολή θεωρητικών σχολών σκέψης ή την πίστη εφαρμογή μοντέλων αλλαγής και τεχνικών, επισημαίνει ότι πολλές φορές η αφοσίωση των θεραπευτών σε αυτά, αντί να είναι το ασφαλές εφαλτήριο για να γίνουν πιο θεραπευτικοί, περιορίζουν την δημιουργικότητα και ευελιξία τους. Συνιστά δε, εναλλακτικές πρακτικές εποπτείας που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην πράξη και τον πειραματισμό. Οι πρακτικές αυτές αξιοποιούν περισσότερο τον πλούτο που ενέχουν οι ομάδες συναδέλφων και  βγάζουν τον επόπτη από την προστατευμένη θέση αυτού που γνωρίζει αλλά δύσκολα εκθέτει μπροστά στους εποπτευόμενούς του τόσο τις κλινικές του δεξιότητες όσο και τις πιο ευάλωτες πλευρές και τα λάθη του.

Εν κατακλείδι, το κτίσιμο ισχυρής συμμαχίας στην εποπτική σχέση είναι το κλειδί στη εποπτεία με ανάλογο τρόπο που το κτίσιμο ισχυρής θεραπευτικής σχέσης είναι το κλειδί στην ψυχοθεραπεία. Ωστόσο, αυτό ούτε δεδομένο είναι, ούτε εύκολο. Οι επόπτες έχουν να βρουν το πέρασμα ανάμεσα στη Σκύλλα του ειδήμονα και την Χάρυβδη του συνεργατικού «μη γνωρίζοντος». Σε αυτή την δύσκολη προσπάθεια, καλύτερα να έχουν δίπλα  παρά απέναντι, τους εποπτευόμενούς τους. Όλοι μπορούν να μάθουν από αυτή την διεργασία.

Βιβλιογραφικές αναφορές:

Mason B. (2011), Supervision and the training context: some thoughts and ideas about the ownership of knowledge in practice. Context, 116, August 2011, pp 2-3

Orlinsky D.E., Ronnestad M.H. (2009) How psychotherapists develop. American Psychological Association-Washington, DC

Smith G. (2011) Cut the crap: Language- risks and relationships in systemic therapy and supervision. Context, 116, August 2011, pp 7-10

Wilson J. (2011) Constant becoming: supervision as the performance of systemic intelligence. Context, 116, August 2011, pp 10-13